Η Γεροσκήπου μέχρι το 1964 ήταν μικτό χωριό και κατοικείτο από Έλληνες χριστιανούς και Τούρκους μουσουλμάνους. Οι διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963-64 είχαν ως αποτέλεσμα τη φυγή των τουρκοκυπρίων από το χωριό.
Το 1960 οι κάτοικοι της Γεροσκήπου ήταν 1552 Ελληνοκύπριοι και 170 Τουρκοκύπριοι.[1] Ο περιηγητής Ali Bey el Abbasi (Don Domingo Badia-y-Leiblich), Ισπανός ευγενής, που ταξίδευε με μουσουλμανικό ψευδώνυμο, όταν επισκέφθηκε το χωριό το 1806, έγραψε ότι αυτό κατοικείτο από Τούρκους και λίγους Έλληνες.[2] Σύμφωνα όμως με Οθωμανικό κατάστιχο απογραφής πληθυσμού του 1831 το χωριό είχε συνολικά 106 κατοίκους εκ των οποίων οι 76 ήταν μη μουσουλμάνοι και οι 30 μουσουλμάνοι και κατείχαν αντίστοιχα 805 και 144 σκάλες χωράφια.[3]
Βόρεια του χωριού και σε κοντινή απόσταση από το ορθόδοξο κοιμητήριο, βρίσκεται το μουσουλμανικό κοιμητήριο (εικ. 1,2), από το οποίο σώζονται μερικοί πολύ ενδιαφέροντες κτιστοί μνημειώδεις τάφοι.[4] Συνολικά σήμερα σώζονται πέντε μεγάλοι τάφοι εκ των οποίων οι δύο παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον.[5]
Ως συνήθως οι μουσουλμανικές ταφές είναι απλές κατ’ ευθείαν στο έδαφος, χωρίς μόνιμη μνημειώδη κατασκευή.[6] Στην Οθωμανική ταφική πρακτική όμως κατασκευάζονταν μνημειώδεις τάφοι σε περιπτώσεις όπου ο νεκρός ήταν σημαίνον πρόσωπο της κοινότητας ή η οικογένειά του είχε την οικονομική δυνατότητα να πράξει τούτο. Συνήθης πρακτική είναι η ταφή σημαντικών προσώπων στην αυλή του τεμένους,[7] ακόμα και μέσα στο τέμενος, όπως το κλασικό παράδειγμα στον Τεκκέ της Ουμ Χαράμ στη Λάρνακα ή στο Τέμενος (ναός Αγίας Σοφίας) στο Μούτταλο της Πάφου,[8] όπου στα ΒΑ σε ξεχωριστό χώρο εντός του τεμένους, υπάρχει μνημειώδης ταφή. Στη Γεροσκήπου, εξ όσων γνωρίζουμε, δεν υπήρχε τέμενος και έτσι όλοι οι νεκροί θάβονταν στο νεκροταφείο.
Όπως για τους χριστιανούς έτσι και για τους μουσουλμάνους υπάρχει η πίστη ότι ο άνθρωπος είναι χοϊκής προέλευσης και επιστρέφει στη γη μετά το θάνατό του. Μετά την ταφή του νεκρού, στην θέση της κεφαλής τοποθετείται μια μακρόστενη ως συνήθως πέτρα (baş taşi)[9] και μια μικρότερη στη θέση των ποδιών (ayak taşi). Στους τάφους των σημαντικών προσώπων τοποθετούνταν ως συνήθως αισθητικά ωραίες μαρμάρινες πλάκες, ενώ στους φτωχικούς τάφους απλές πέτρες ή ακόμη και ξύλα. Ο νεκρός ως συνήθως είναι στραμμένος προς την ιερή πόλη του Ισλάμ τη Μέκκα. Ο τάφος είναι για τους μουσουλμάνους, προσωρινός τόπος διαμονής, αφού αναμένουν την Ημέρα της Κρίσεως και μέχρι τότε θα πρέπει να είναι στραμμένοι προς το ιερό της Καάμπα στη Μέκκα, η οποία στην προκειμένη περίπτωση βρίσκεται προς ΝΑ κατεύθυνση.
Ο τάφος 1 (2,47μ.Χ1,48μ.Χ1,27μ.) είναι κτισμένος με επιμελημένα τετραγωνισμένους πωρόλιθους (εικ. 3). Οι μακριές πλάγιες όψεις του τάφου φέρουν από δύο κοίλα τετράγωνα, τα οποία σχηματίζονται από ευθύγραμμα πλαίσια και από ένα στις στενές πλευρές, δίνοντας έτσι στο μνημείο μια νεοκλασική αίσθηση. Το πάνω τμήμα του τάφου περιτρέχετε από ευθύγραμμο έξεργο πλαίσιο, διαμορφώνοντας έτσι το κάλυμμα του τάφου, που είναι ενσωματωμένο με την υπόλοιπη κατασκευή. Το κάλυμμα είναι ελαφρά υπερυψωμένο και επικλινές προς τις μακρές πλευρές. Στις δύο στενές πλευρές του τάφου στο πάνω μέρος, υπάρχουν τοξωτές επιτύμβιες μονολιθικές πλάκες, που αντιστοιχούν στη θέση της κεφαλής και των ποδιών του νεκρού. Το σώμα του νεκρού πρέπει να τοποθετήθηκε έτσι ώστε το πρόσωπό του να κοιτάει προς την ιερή πόλη της Μέκκας. Η δυτική πλάκα, που βρίσκεται στο μέρος της κεφαλής, είναι μεγαλύτερη από την ανατολική και φέρει εξωτερικά, στη δυτική παρειά προς την πλευρά του δρόμου, εγχάρακτη οθωμανική επιγραφή (εικ.4) με το εξής περιεχόμενο:[10]
Τσεμίλ Γιουσούφ,[11] Γεννηθείς στις 28 Νοεμβρίου του 1902 και μετέβη στον αιώνιο κόσμο στις 8 Ιανουαρίου 1924.
Η επιγραφή πλαισιώνεται από ανάγλυφα κλωνιά μερσινιάς, οι μίσχοι των οποίων ενώνονται στο κάτω μέρος, και τα φύλλα στο πάνω μέρος, σχηματίζοντας έτσι είδος στεφανιού. Πάνω και κάτω από τα σωζόμενα γράμματα εντός του φυτικού πλαισίου, αλλά και κάτω από το πλαίσιο, υπήρχαν και άλλα γράμματα τα οποία έχουν διαγραφεί. Τα φύλλα ήταν χρωματισμένα πράσινα, ιερό χρώμα των μουσουλμάνων. Ίχνη του διατηρούντα μέχρι σήμερα. Για τους τουρκοκυπρίους η μερσινιά θεωρείται ιερό φυτό και με συμβολική σημασία, αφού σε δύο περιπτώσεις, στην βρεφική ηλικία αλλά και στο θάνατο χρησιμοποιείτο με διαφορετικό τρόπο: παλιά έβαζαν στα ευαίσθητα μέρη των βρεφών, αντί πούδρα, αποξηραμένα φύλλα μερσινιάς με ειδική επεξεργασία, για να αποφεύγονται τα εγκαύματα,[12] ενώ όταν πέθαινε κάποιος τοποθετούσαν στον τάφο επίσης φρέσκα φύλλα μερσινιάς.[13] Έτσι θεωρούν ότι το φυτό αυτό «συνοδεύει» τον άνθρωπο από τη γέννησή μέχρι και το θάνατό του.[14] Στην λίθινη πλάκα, που τοποθετείται στην θέση των ποδιών, στην εξωτερική πάλι πλευρά, υπάρχει σχηματοποιημένο ανάγλυφο δένδρο πιθανόν το Δέντρο της Ζωής (εικ. 5), το οποίο βρίσκεται σε κυπελλοειδές δοχείο.[15] Το είδος αυτό του σχηματοποιημένου δένδρου δεν είναι σύνηθες στην οθωμανική ταφική διακοσμητική. Ως συνήθως στην Κωνσταντινούπολη και στην Ανατολία η πλάκα, που βρίσκεται στα πόδια διεκοσμείτο με σχηματοποιημένα κυπαρίσσια ή φοινικιές που συμβολίζουν το θάνατο αλλά και την αιωνιότητα αντίστοιχα. Και στην περίπτωση αυτή το σχηματοποιημένο δένδρο έχει εσχατολογικό συμβολισμό. Παρόμοιο Δένδρο σε κύπελλο και άνωθεν αυτού εξάκτινο αστέρι (ίσως παραλλαγή του Τροχού της Ζωής), συναντούμε σε τοιχογραφία δίπλα από το Μιχράμπ στο τέμενος του εγκαταλειμμένου χωριού Φοίνικας της Πάφου (εικ. 8), όπως επίσης και στο τέμενος (εκκλησία Αγίου Νικολάου) του χωριού Χρυσοχού.[16] Η τοποθέτησή του δίπλα από το Μιχράμπ, που είναι το ιερότερο μέρος σε ένα μουσουλμανικό τέμενος, δεικνύει την έντονα συμβολική και εσχατολογική του σημασία.
Ο τάφος 2 (2,33μ.Χ1,60μ.Χ1,10μ.) είναι επίσης κτιστός με τετραγωνισμένους πορώδεις λίθους χωρίς όμως καμιά διάθεση διακόσμησης στις πλευρές του (εικ. 6,7). Το κάλυμμα του τάφου διαμορφώνεται με έξεργο πλαίσιο, που είναι ενσωματωμένο με τον υπόλοιπο τάφο. Σε αντίθεση με τον τάφο Νο 1 το κάλυμμα του είναι σχεδόν επίπεδο. Στις στενές πλευρές του τάφου προεξέχουν δύο μονολιθικές πλάκες, που δεν φέρουν όμως καμιά επιγραφή, ενώ αυτή που βρίσκεται στη θέση της κεφαλής είναι διακοσμημένη στη δυτική της παρειά με ανάγλυφα φύλλα μερσινιάς, παρόμοια με αυτά του πρώτου τάφου. Σε αντίθεση όμως με τον πρώτο τάφο οι μίσχοι δεν ενώνονται στο κάτω μέρος, αλλά μόνο στο πάνω μέρος.
Οι υπόλοιποι τρεις τάφοι είναι κτισμένοι με μπετόν και είναι προφανώς νεώτεροι. Έχουν περίπου το ίδιο μέγεθος με τους κτιστούς αλλά δεν παρουσιάζουν κάτι το ιδιαίτερο.
[1] ΜΚΕ 3, σ. 380-381.
[2] C.D.Cobham, Excerpta Cypria, σ. 405.
[3] Έκδοση Γενικής Διεύθυνσης Κρατικού Αρχείου, Τμήμα Οθωμανικών Αρχείων 43, Osmanlı İdaresinde Kıbrıs (Nüfusu - Arazi Dağılımı ve Türk Vakıfları) Η Κύπρος υπό Οθωμανική διοίκηση, Άγκυρα 2000, σ. 117, 142, 168. Δεν είχα άμεση πρόσβαση.
[4] Ο υποφαινόμενος είχε αποστείλει επιστολή προς τις Δημοτικές αρχές για την ανάγκη προστασίας του μουσουλμανικού νεκροταφείου. Είναι προς τιμή του Δημοτικού Συμβουλίου και του έντιμου Δημάρχου Γεροσκήπου κ. Κούζουπου, οι οποίοι φρόντισαν για την περιτοίχιση των σημαντικών αυτών τάφων αναδεικνύοντας έτσι το χώρο αλλά παράλληλα προβάλλοντας την πολιτιστική κληρονομιά και ιστορία του τόπου μας.
[5] Παρόμοιας διάθεσης, αλλά απλούστεροι μνημειακοί τάφοι, υπάρχουν, δυστυχώς κατεστραμμένοι οι περισσότεροι, στο γειτονικό χωριό Κούκλια, χρονολογούμενοι από τις επιγραφές τους στη δεκαετία του 1940.
[6] Γενικά για τα ταφικά έθιμα των Τουρκοκυπρίων βλ., T. Bağişcan, Kibris Türk Halkbiliminde Ölüm (Ο θάνατος στην τουρκοκυπριακή λαϊκή παράδοση), Ankara 1997.
[7] Ως τέτοια παραδείγματα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τις περιπτώσεις των ταφών στο τέμενος Cami i Kebir στη Λεμεσό, όπου μεταξύ άλλων υπάρχει ο τάφος του «μάρτυρα» Mehmet Emin Bey (1758), του καπετάνιου Suleiman Pasha (1759), κ.ά. Επίσης στο τέμενος της Περιστερώνας της Μόρφου, όπου στην αυλή βρίσκεται ο τάφος του Osman Ragıp (Hüseyin) Efendi, ευεργέτη της κοινότητάς του.
[8] Association of Cypriot Archaeologists, Muslims places of worship in Cyprus, Nicosia 20052 , σ. 58-62, 78-81.
[9] Στους οθωμανικούς τάφους, το άνω μέρος της πέτρας που βρίσκεται στη θέση της κεφαλής, σχηματοποιείται, έτσι, ώστε να αντιγράφει το κάλυμμα της κεφαλής, που αντιστοιχούσε και φανέρωνε το αξίωμα που είχε στη ζωή ο θανών. Στις περιπτώσεις αυτές στην Κύπρο, χρησιμοποιείται εκτός από τοπική πέτρα και μάρμαρο, το οποίο ήταν εισαγόμενο από την Κωνσταντινούπολη ή τη Σμύρνη.
[10] Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στο συνάδελφο αρχαιολόγο Tuncer Bagiscan για τις χρήσιμες παρατηρήσεις του γύρω από τα ταφικά έθιμα των τουρκοκυπρίων, ως επίσης και για τη μετάφραση της επιγραφής, καθώς και σχετικών αποσπασμάτων σε βιβλία γραμμένα στην τουρκική γλώσσα.
[11] Απόγονοι της οικογένειας αυτής ζουν σήμερα στην κατεχόμενη Αμμόχωστο.
[12] Την πρακτική αυτή χρησιμοποιούσαν και ελληνοκύπριοι, όπως μαρτυρεί και ο πατέρας του υποφαινομένου Μ. Γ. Φούλιας, 76 χρόνων σήμερα, που τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στο μικτό χωριό Γέναγρα της επαρχίας Αμμοχώστου.
[13] Naci Eren, Hece Tahtaları, Arkeoloji ve Sanat Yayınları (Ταφικές πλάκες, Εκδόσεις Αρχαιολογίας και Τέχνης) Istanbul, 1984, σ. 15. Δεν είχα άμεση πρόσβαση.
[14] Η τοποθέτηση κλώνων μερσινιάς ως έθιμο δεν εντοπίζεται σε όλους τους μουσουλμάνους. Παρουσιάζεται ιδιαίτερα στην Σιητική ομάδα των Αλεβί, οι οποίοι έχουν αρκετές διαφορές με τους Σουνίτες μουσουλμάνους. Στα νότια παράλια της Τουρκίας στη Λυκία, αλλά και στην Αντιόχεια, στα Άδανα και στη Μερσίνα, όπου ζουν αρκετοί Αλεβίδες η τοποθέτηση κλάδων μερσινιάς είναι ένα διαδεδομένο ταφικό έθιμο. Το έθιμο αυτό πιθανότατα μεταφέρθηκε στην Κύπρο από την απέναντι μικρασιατική ακτή από εποίκους, που ήρθαν εδώ κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αφού εντοπίζονται και άλλα Αλεβιδικά έθιμα, τα οποία είναι κοινά με τους Τουρκοκυπρίους, θέμα το οποίο βέβαια ξεφεύγει από τα όρια της μελέτης αυτής. Για σχετικό φωτογραφικό υλικό, βλ. http://www.folklor.org.tr/haber_detay.asp?id=70. T. Bağişcan, ό.π., σ. 212, υποσ. 403.
[15] Το Δένδρο της Ζωής είναι ένα πανάρχαιο σύμβολο, που προέρχεται από τον χώρο της Ανατολής, R. Eisler, Weltenmantel und Himmelszelt. Religionsgeschichtliche untersuchungen zur urgeschichte des Antiken weltbildes, München 1910, σ. 590, εικ. 67. Φύση, Μύθος, Άνθρωπος. Μυθολογικά του Δένδρου, Εφημερίδα Καθημερινή, Επτά Ημέρες 30-11-03. Πρβλ. Ε. Σαμπανίκου, «Η εικονογράφηση της σκηνής του Μαινομένου Μονοκέρωτος, από το μυθιστόρημα Βαρλαάμ και Ιωάσαφ στην ελλαδική μεταβυζαντινή τοιχογραφία», Δωδώνη τεύχ. 1, τόμος 19 (1990), Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, σ. 127-157. Λ. Κωνσταντινίδης, «Τα μοτίβα του Τροχού και του Δέντρου της Ζωής στη μεταβυζαντινή παράσταση της Ζωής του ανθρώπου στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στο Αποζάρι Καστοριάς: Σημειολογική προσέγγιση», 27ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης. Πρόγραμμα και περιλήψεις εισηγήσεων, Αθήνα 11-13 Μαΐου 2007, σ. 58-9.
[16] Association of Cypriot Archaeologists, Muslims places, ό.π., σ. 96, εικ. 222.
Βιβλιογραφία:
Α. Φούλιας, «Το οθωμανικό κοιμητήριο», Χρ. Ανδρέου (επιμ.), Γεροσκήπου. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, Λευκωσία 2008, Δήμος Γεροσκήπου, 109-112.
Δρ Α. Φούλιας, Βυζαντινολόγος
![]() |
![]() |
![]() |
![]() |